- προσφθεγκτήρια
- προσφθεγκτήριοςaccostingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανακαλυπτήρια — Αρχαία ελληνική γιορτή, κατά την οποία η νύφη εμφανιζόταν την τρίτη μέρα του γάμου μπροστά στον σύζυγό της, στους συγγενείς και στους φίλους χωρίς το παρθενικό της κάλυμμα και δεχόταναπό αυτούς διάφορα δώρα που λέγονταν επίσης α. Η γιορτή αυτή… … Dictionary of Greek
OPTERIA — Graece Ο῾πτήρια, munera dicta olim, quae primo viso infante exhibebantur; a quibus diversa erant Α᾿νακαλυπτήρια seu Θεώρητρα, quae Sponsae dari solebant, cum primum futuro Marito eiusque cognatis se dabat conspiciendam, Thom. Bartholin. de… … Hofmann J. Lexicon universale
προσφθεγκτήριος — ία, ον, Α αυτός που γίνεται με προσφώνηση, με χαιρετισμό («προσφθεγκτήρια δῶρα» δώρα που προσφέρονταν από τον γαμπρό στη νύφη με χαιρετισμό, Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσφθέγγομαι + επίθημα τήριος (πρβλ. θελκ τήριος)] … Dictionary of Greek